- εφτάγειανος
- -η, -ο και εφτάγιανος, -η, -οαυτός που βρίσκεται σε άκρα υγεία, σε τέλεια υγιεινή κατάσταση, υγιέστατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα-* + -γειανός (πιθ. < γειαν- τού ρ. γειαίνω «αποθεραπεύομαι» < γεια) < υγεία, πρβλ. έγγεια, πρβλ. έγειανα) (όχι το αρχ. υγιαίνω < υγιής)].
Dictionary of Greek. 2013.